- αμφιθυρον
- ἀμφίθυρονἀμφίθῠροντό комната с дверьми с обеих сторон, т.е. проходная Theocr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀμφίθυρον — ἀμφίθυρος with a door on both sides masc/fem acc sg ἀμφίθυρος with a door on both sides neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HUNNISCUM — in Ep. Caroli Mag. ad Offam Merciorum Rege apud Auctorem Vitarum Abbatum S. Albani: Vestrae quoque dilectioni unum baltheum et unum gladium, hunniscum, et duo pallia serica duximus destinanda; Watsio est adiectivum gladii: C. vero du Fresne… … Hofmann J. Lexicon universale
αμφίθυρος — ἀμφίθυρος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει θύρα ή είσοδο και στις δύο πλευρές 2. (το ουδ. ως ουσ. στα Εκκλ.) τὸ ἀμφίθυρον α) προθάλαμος, πρόδομος β) (Εκκλ.) το παραπέτασμα που βρίσκεται μπροστά από τη θύρα τού ναού και ειδικά μπροστά από το Άγιο Βήμα… … Dictionary of Greek
οίκος — ο (ΑΜ οἶκος) 1. οικία, σπίτι (α. «έγινε κατ οίκον έρευνα» έγινε στο σπίτι κάποιου έρευνα από αστυνομικές αρχές β. «ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου», ΚΔ) 2. γένος, γενιά, οικογένεια (α. «ο οίκος τών Κομνηνών» β.… … Dictionary of Greek